- πριονίδια
- [прионидьа] ουσ. о.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
έκβρωμα — ἔκβρωμα, το (Α) 1. κάτι από το οποίο τρώγεται ένα μέρος 2. φρ. «πρίονος ἐκβρώματα» πριονίδια … Dictionary of Greek
αυτανάφλεξη — Φαινόμενο κατά το οποίο σε μερικά σώματα αυξάνεται αυτόματα η θερμοκρασία εξαιτίας χημικών αντιδράσεων που συντελούνται μέσα σε αυτά και οξειδώνονται από το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, με αποτέλεσμα να σημειωθεί ανάφλεξη, χωρίς βέβαια καμιά… … Dictionary of Greek
εξαεριστήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται είτε για να δημιουργεί τεχνητή κίνηση του αέρα ή άλλων αερίων, είτε για τη μεταφορά στερεών υλών που έχουν κονιοποιηθεί (πριονίδια, αιθάλη κλπ.). Αποτελείται από έναν κινητήρα, έναν περιστρεφόμενο μηχανισμό στερεωμένο… … Dictionary of Greek
μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… … Dictionary of Greek
ξυλόλιθος — ο τεχνητός λίθος από μίγμα μαγνησιακής κονίας και πριονίδια ξύλου ο οποίος χρησιμοποιείται στο στρώσιμο δαπέδων … Dictionary of Greek
παράπρισμα — ατος, τὸ, Α (κυρίως στον πληθ.) τὰ παραπρίσματα α) πριονίσματα, πριονίδια β) μτφ. (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ ἐπῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πρῑσμα «πριονίδι»] … Dictionary of Greek
πριονίδι — το, Ν συν. στον πληθ. τα πριονίδια λεπτά ξέσματα από πριονισμένο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πριόνι + κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι)] … Dictionary of Greek
πρισματοκαύστης — ὁ, Α φωτιά που υποβόσκει σε πριονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖσμα, ατος «πριονίδι» + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] … Dictionary of Greek
πρισματόκαυστος — ον, Α αυτός που καίει βραδέως όπως τα πριονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖσμα, ατος + καυστος (< καίω), πρβλ. πυρί καυστος] … Dictionary of Greek
τόρνευμα — το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν [τορνεύω] νεοελλ. 1. η τόρνευση, το τορνάρισμα 2. το αποτέλεσμα τού τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο μσν. αρχ. στον πληθ. τὰ τορνεύματα τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα αρχ. η περιστροφική κίνηση τού… … Dictionary of Greek
αφλεκτοποίηση — Επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η ξυλεία κατασκευών ή άλλο υλικό εργασίας που καίγεται εύκολα, όπως τα πριονίδια, το ψαθί, οι ρητίνες κλπ., για να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο ανθεκτικό στη φωτιά. Οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι: 1.… … Dictionary of Greek